- χαλκέοψ
- χαλκέοψ, ὁ, ἡ, gen. οπος, = foreg.,A
αὐλῶν ὀμφά Pi.Pae.3.94
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐλῶν ὀμφά Pi.Pae.3.94
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκέοψ — οπός, ὁ, ἡ, Α χαλκεόφωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + ὄψ* «φωνή»] … Dictionary of Greek
χαλκέοπ' — χαλκέοπα , χαλκέοψ neut nom/voc/acc pl χαλκέοπα , χαλκέοψ masc/fem acc sg χαλκέοπι , χαλκέοψ dat sg χαλκέοπε , χαλκέοψ nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)